-
1 λευκαντικως
-
2 λευκαντικός
λευκαντικός, zum Weißfärben geeignet, weiß machend; δύναμις Schol. Plat. Theaet. p. 360; λευκαντικῶς διατεϑῆναι, S. Emp. adv. log. 1, 192. 2, 397; λ. πάσχειν, Alles weiß sehen, 1, 198.
См. также в других словарях:
λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek